- κορμηδόν
- κορμηδόν (Α)επίρρ. σαν κορμός («οὓς κορμηδὸν κειμένους... ὑπὸ τοὺς μηροὺς ἀνέτεμνον», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + συνδετικό φωνήεν -η- + επιρρμ. κατάλ. -δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. πρηνη-δόν, στοιχη-δόν)].
Dictionary of Greek. 2013.