κορμηδόν

κορμηδόν
κορμηδόν (Α)
επίρρ. σαν κορμός («οὓς κορμηδὸν κειμένους... ὑπὸ τοὺς μηροὺς ἀνέτεμνον», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + συνδετικό φωνήεν -η- + επιρρμ. κατάλ. -δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. πρηνη-δόν, στοιχη-δόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορμηδόν — like logs indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”